- έμβλημα
- Όρος που στην αρχαιότητα σήμαινε τα χρυσά, αργυρά ή χάλκινα διακοσμητικά σχέδια που έφεραν τα μεταλλικά αγγεία ή τα διάφορα άλλα μεταλλικά αντικείμενα, όπως όπλα κλπ. Επίσης ο όρος αφορούσε τα διάφορα ξύλινα ποικίλματα που προσαρμόζονταν στην επιφάνεια επίπλων, καθώς και τα πολύχρωμα κομμάτια μαρμάρου που διακοσμούσαν τα λιθόστρωτα, τους τοίχους και τις οροφές. Τέλος ε. ονομάζονταν και οι εικόνες που ενσωματώνονταν στα μωσαϊκά δάπεδα των ναών ή άλλων οικοδομημάτων.
Σήμερα, ο όρος υποδηλώνει κάθε συμβατική παράσταση που χρησιμοποιείται για να εκφράσει οπτικά μια έννοια και αποτελείται από απεικονίσεις οι οποίες συνοδεύονται συχνά από γνωμικά ή επιγραφές που –κατ’ αναλογία ή αναφορά– ταυτίζονται με ό,τι θέλουν να συμβολίσουν.
Ο όρος έ., που με αυτή την έννοια χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Ιταλό Αντρέα Αλτσιάτο (emblematum liber, 1531), είχε μεγάλη διάδοση κατά τον 16o αι., με πολυάριθμες περιπτώσεις εφαρμογής τόσο στην καθημερινή ζωή όσο και στη φιλολογία, όπου χρησιμοποιήθηκε για διδακτικούς και συγχρόνως καλλιτεχνικούς σκοπούς.
Παρότι η τεράστια ποικιλία των ε. καθιστά αδύνατη μια πλήρη ταξινόμησή τους, μπορούν να αναφερθούν ως παράδειγμα τα ε. του κράτους, τα πολιτικά και στρατιωτικά παράσημα, οι απεικονίσεις που είναι αποτυπωμένες σε σφραγίδες ή σε νομίσματα, τα στέμματα, τα λάβαρα κλπ.
Οι απεικονίσεις με τη μορφή ε. προκάλεσαν το ενδιαφέρον των λαών όλων των εποχών, γιατί οι ρίζες του ε. φτάνουν έως τους πρωτόγονους δεσμούς με τη θρησκεία και τη μαγεία. Στους πρωτόγονους λαούς μπορεί να θεωρηθούν ως ε. ορισμένα αντικείμενα ατομικού στολισμού, λεπτομέρειες της ενδυμασίας ή μόνο το χρώμα της, το σχήμα των όπλων και τέλος το τατουάζ ή άλλες σωματικές παραμορφώσεις.
Δύο ψηφιδωτά από το λεγόμενο «σπίτι του Φαύνου», στην Πομπηία. Πρόκειται για ψηφιδωτά γνωστά και ως εμβλήματα.
Μασονικά εμβλήματα της Αναγέννησης.
Εμβλήματα ιπποτικού τάγματος.
* * *το (AM ἔμβλημα)εικόνα, παράσταση η οποία χρησιμεύει ως διακριτικό γνώρισμα («η γλαυξ έμβλημα τής Αθηνάς και τής παιδείας», «ο Άγιος Γεώργιος έφιππος έμβλημα τού πεζικού» κ.λπ.)νεοελλ.1. ρητό ή φράση ως διακριτικό γνώρισμα στρατιωτικών μονάδων, εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ομάδων, συλλόγων κ.λπ. («αἰὲν ἀριστεύειν», «ὁ τολμῶν νικᾲ» κ.λπ.)2. σημαία, εθνόσημο, ορόσημα, σφραγίδα, θυρεός κ.λπ. ως σύμβολα κρατικής κυριαρχίας3. διακριτικό γνώρισμα επιχείρησηςαρχ.1. οτιδήποτε εμβάλλεται ή προσαρμόζεται σε κάτι άλλο («τὸ εἰς τὸν σίδηρον ἔμβλημα τοῡ ξύλου» — το κομμάτι ξύλου που προσαρμόζεται στη λόγχη)2. ο οφθαλμός, το μπόλι ήμερου δέντρου σε άγριο3. ψηφιδωτό, μωσαϊκό4. πέλμα, πάτος που τοποθετούσαν μέσα στο υπόδημα κατά τον χειμώνα5. φράγμα6. μισθός, αμοιβή7. πρόστιμο.
Dictionary of Greek. 2013.